ΑΡΧΙΚΗ ΣΕΛΙΔΑ » ΚΡΙΤΙΚΕΣ



Άννα Δεσποτοπούλου: Για το Κυκλώνιο και την ποίηση του Ιωσήφ Βεντούρα

Για το Κυκλώνιο και την ποίηση του Ιωσήφ Βεντούρα

Αννα Δεσποτοπούλου
Αναπληρώτρια Καθητήτρια, ΕΚΠΑ, Τμήμα Αγγλικής Γλώσσας και Φιλολογίας

“Η μνήμη όπου και να την αγγίξεις πονεί”, μας ψιθυρίζει ο Σεφέρης στο ποίημα “Μνήμη Α”. Οι δύο ποιητικοί κύκλοι του Ιωσήφ Βεντούρα, Ταναΐς και Κυκλώνιο, αποτελούν ένα οδοιπορικό προσωπικής οδύνης μέσα στα άδυτα της μνήμης. Αντιμέτωπος με τα σκοτάδια του παρελθόντος ο ποιητής ακροβατεί ανάμεσα στο πένθος και τη λύτρωση, την επώδυνη μνήμη και τη  λήθη.
 
O Ιωσήφ Βεντούρας γεννήθηκε το 1938 στα Χανιά της Κρήτης. Το 1942 οι Γερμανοί ζήτησαν από την Εβραϊκή Κοινότητα έναν κατάλογο των μελών της και στον κατάλογο αυτόν εμφανίζονταν όλα τα μέλη της οικογένειάς του. Κατανοώντας και προλαμβάνοντας τον κίνδυνο που απειλούσε τους Εβραίους ο πατέρας του αποφάσισε να φύγουν για τον Πειραιά με ένα μικρό καΐκι. Δέκα ημέρες αργότερα και μετά από ένα επικίνδυνο ταξίδι λόγω των πολεμικών επιχειρήσεων στη θάλασσα, ξεκίνησε για τον ποιητή ο ξεριζωμός, ο διασκορπισμός της οικογένειάς του και ο εγκλεισμός τους σε διάφορα φιλικά ή συγγενικά σπίτια, καταφύγια, μέχρι τον Οκτώβριο του 1944 και την απελευθέρωση.  Πως μπορεί όμως να συγκριθεί ο εγκλεισμός τους αυτός, που έφερε τη σωτηρία, με τον εγκλεισμό και τη παγίδευση των συμπατριωτών του στο αμπάρι του Ταναΐς τον Ιούνιο του 1944 όταν το πλοίο στο οποίο είχαν βίαια επιβιβαστεί μετά τη σύλληψή τους βυθίστηκε;

Από το Κυκλώνιο:

Το σπίτι
χωρίς παράθυρα χωρίς πόρτες
μια μάνα έκρυβε το πρόσωπο στον τοίχο
Φύγανε
Με καΐκι για τον Πειραιά (14)

Σε αντίθεση με εκείνους που έμειναν πίσω, ο ποιητής ξέφυγε, όμως η ομολογητική διάθεση του αφηγητή φαίνεται να εμποδίζεται από τις δυσβάσταχτες ενοχές, και η αυτοαναφορά εναλάσσεται με τη μεταφορά, η οποία με τη σειρά της γίνεται έναυσμα για εικονογραφία:

Ξέφευγαν κοπάδια τα ψάρια
έσκαβαν
έσκαβαν τη ρευστότητα
ξεγλιστρούσαν από σχισμές
χάνονταν
προσπαθούσαν το ασύλληπτο.
(16)

Γιατί ασύλληπτη ήταν η δική τους σωτηρία, όσο ασύλληπτη ήταν και η καταδίκη της υπόλοιπης Εβραϊκής κοινότητας της Κρήτης. Ο εγκλεισμός και η ασφυξία στο ατμόπλοιο Ταναΐς καθώς και στους θαλάμους αερίων των στρατοπέδων συγκέντρωσης στοιχειώνουν τον ποιητή στο Ταναΐς όσο και στο Κυκλώνιο, που παραπέμπει στο  θανατηφώρο αέριο Zyclon B που χρησιμοποιούσαν οι Ναζί.

Ποιοί έκλεισαν τους οχετούς και πλημμυρίζει ο τόπος
Ποιοι άνοιξαν τις σηραγγες και ρούφηξαν το σώμα
(40)

Το σώμα και η ψυχή εξαϋλώνονται από τα δηλητήρια, “πικραμύγδαλα τη νύχτα” (44) όπως και από την ξενιτιά που εκτοπίζει το σώμα και εξουδετερώνει την σύνδεση τόπου και πολιτισμού.

Μέλη που δεν αφήνετε σκιά
Δερμα και σάρκα από πηλό
Αχυρο ξερό
Πληγή στην πληγή η έρημος (
34)

Η Ερημη Χώρα του Βεντούρα αποτελείται από ποικιλία ποιητικών υποκειμένων, που τρεκλίζουν ισχνοί πάνω σε ένα τεντωμένο σκοινί, σκοινί χρόνου που σπεύδει (“Σπεύδει /Ο χρόνος σπεύδει/ στην τροχιά”, [20]), χωρίς όμως να κλείνει τις πληγές. Εξάλλου, όπως γράφει στο Κυκλώνιο,
Θα ήταν μια επέμβαση
ν᾽άφηνε την ουλή να σβήσει.
(6)
 
Η μνήμη και το τραύμα, καθώς και οι επιπτώσεις τους στη διαμόρφωση της εθνικής και προσωπικής ταυτότητας, είναι το νοητικό κέντρο των ποιημάτων της συλλογής που διασχίζουν θάλασσες και διανύουν απέραντες αποστάσεις και αμέτρητα χρόνια. Η ταυτότητα, προσωπική και συλλογική, εννοείται μόνο ως διηνεκής διαδικασία. Πόσο μάλλον η ταυτότητα των Εβραίων, των γυρολόγων σε τόπο και χρόνο, που ολοένα χτίζεται και διαμορφώνεται μέσω της περιπλάνησης, μέσα σε επώδυνα μεταβαλλόμενα ιστορικά και πολιτισμικά πλαίσια. Το τραύμα εγγράφεται στην συνείδηση των επιζώντων αλλά και των μελλοντικών γενεών, που έντονα βιώνουν τη “μετα-μνήμη”, “postmemory” κατά την Marianne Hirsch (107), ή rememory, αναμνημόνευση, κατά την Toni Morrison (Beloved), δηλαδή τις κληρονομημένες αναμνήσεις που βιώνονται συλλογικά από ανθρώπους που μπορεί μεν να μην μοιράστηκαν τον τρόμο του Ολοκαυτώματος αλλά που μοιράζονται μια κοινή συνείδηση τραύματος που απειλεί ακόμη και να εκτοπίσει το παρόν και το μέλλον.

Τα ποιήματα του Ιωσήφ Βεντούρα εξερευνούν την πολυπλοκότητα της εβραϊκής ταυτότητας κατά πρώτον μέσα από τη μετουσίωση των αποτρόπαιων ιστορικών γεγονότων του 20ου αιώνα σε ποίηση αλλά και μέσα από τον διάλογό τους με Εβραΐους ποιητές και μυστικιστικά ή θρησκευτικά κείμενα από την Εβραϊκή παράδοση. Η σύνδεση με τις γραφές και την παράδοση, οι άμεσες και έμμεσες αναφορές στη βίβλο, κάνουν τα ποιήματα διακειμενικά αλλά και διιστορικά. Ετσι η ιστορική συνείδηση (κατά τον T.S. Eliot, “historical sense”) ταυτίζεται με την συλλογική Εβραϊκή συνείδηση. Ή κατά τον Αλέξη Ζήρα “η αίσθηση του ιερού και της παράδοσης” δίνει τόπο στη “συνείδηση του ιερού της ιστορικής στιγμής”. Ο ποιητής συνδέεται με τις παραδόσεις και τη θρησκεία με οργανικούς δεσμούς. Οργανικοί όμως είναι και οι δεσμοί που τον συνδέουν με το πιο άμεσο παρελθόν του Β Παγκοσμίου Πολέμου. Ο στίχος γίνεται διιστορικός όταν οι λευκοί καπνοί των τελετών και των γιορτών όπως της Σιμχά Τορά συνδέονται συνειρμικά με τους καπνούς της φρίκης και του θανάτου:

Εύα Υβέτ Ηβη και Λευκή...
γυρίζατε κύκλο τη γραφή
με τα κεριά σας αναμμένα
Ηταν Σιμχά Τορά ήταν γιορτή
Λευκοί καπνοί  ᾽χαν υψωθεί
λείψανα μάτια ρημαγμένα
(22)

Στον πυρήνα της Εβραϊκής συλλογικής ταυτότητας και μνήμης βρίσκεται η συνείδηση τόσο της τελετουργίας και της παράδοσης όσο και του κατατρεγμού και του βίαιου θανάτου.
Γραφή και σύμβολα οι ναοί
στοιχειά που στοίχειωναν κι εμένα
(22)

Ο Ντόμινικ Λα Κάπρα γράφει ότι “τα κενά μνήμης συνδέονται με την τάση καταναγκαστικά να επαναλαμβάνουμε, να ξαναβιώνουμε,....να γινόμαστε κτήμα των τραυματικών σκηνών του παρελθόντος... υπό την έννοια αυτή, αυτό που απαρνιώμαστε ή που εγκλωβίζεται στο κενό της μνήμης δεν εξαφανίζεται. Επιστρέφει σε μια άλλη μορφή, μετασχηματισμένο και ενίοτε παραμορφωμένο ή συγκεκαλυμμένο” (10). Ή αλλιώς, σύμφωνα με την Cathy Caruth, το τραύμα, στο βαθμό που δεν αφομιώνεται ή δεν κατανοείται στην αρχική βίαιη μορφή του, επιστρέφει και στοιχειώνει τον επιζώντα στο μέλλον (4).  Εβδομήντα χρόνια μετά την απελευθέρωση του Αουσβιτς, ο στίχος ανασύρει το παρελθόν που πονάει, ένα παρελθόν όμως που δεν ξεχνιέται γιατί έχει περάσει στην συνείδηση ακόμη και των επόμενων γενεών που δεν είχαν καμία εμπειρία της δίωξης από πρώτο χέρι. Η μνήμη λειτουργεί σαν ηχώ: “Μιλούσε/ κι επέστρεφε η λαλιά του ηχώ» (8). Αν και ξεκομμένος από τον τόπο του τραύματος, ο ποιητής τον επισκέπτεται πάλι, επίμονα και βασανιστικά, σαν να είναι εγκλωβισμένος σε ένα αιώνιο παρόν γεμάτο από ζωντανές παρουσίες. Αυτές οι αναμνήσεις παρέχουν στον ποιητή τη δυνατότητα να χρησιμοποιήσει αυτό το ταξίδι στο παρελθόν ως μια ευκαιρία αυτο-εξερεύνησης.
 
Σύμφωνα με τον ποιητή “Πολλοί Εβραίοι γεννιούνται ενοχικοί γιατί φέρνουν στο κύτταρο τους τη μνήμη των διωγμών τους και των κατηγοριών αιώνων που τους φόρτωναν οι συμπολίτες τους. … Πιστεύω,” συνεχίζει “ότι αν σκάψω βαθειά στο υποσυνείδητό μου θα ανακαλύψω αυτή την ειδική ενοχή της σωτηρίας μου που με αφήνει να κάθομαι σε ένα συμβολικό κάθισμα κατηγορούμενου χωρίς να το αντιλαμβάνομαι.”  Διαβάζοντας το Κυκλώνιο ο αναγνώστης στροβιλίζεται μέσα στον ίδιο κυκλώνα που παρασύρει τον ποιητή, αγωνιά εξίσου με τους εγκλείστους των θαλάμων, βιώνει την ίδια ενοχή με την ποιητική περσόνα που κατάφερε να ξεφύγει από τον “θρόμβο πνιγηρό”, την “Ανάσα βάραθρο”, τους “Σπασμούς Τέλους” (32). To Zyclon έκανε καλά τη δουλειά του. Οπως και ο κυκλώνας αγωνίας και τύψεων που ανεμοδέρνει τον ποιητή.

Ευλογητός
Ο κληρωτός της μοίρας
(38)

Ποιός; σίγουρα όχι αυτός που σώθηκε από το δηλητήριο και τον πνιγμό, καθώς αυτός στοιχειώνεται καθημερινά από τις ενοχές, δηλητηριάζεται από “το πικρό χόρτο που ονομάτισε την Μνημοσύνη και το Ασύλληπτο που την κάρπισε” (42).
Ευλογητός που γυμνώθηκε
Και γυμνός πορεύτηκε
(38)

Ο θάνατος έφερε τη λύτρωση αλλά και την ευλογία του Θεού, «Ας μεγαλύνεται η μνήμη του/ας ευλογείται” (38).
 
Λέει ο ποιητής: “Αποδίδω τη μελαγχολία μου, τον φόβο μου για το θάνατο και τις στιγμές κατάθλιψής μου σ’ αυτές τις εμπειρίες. Ωστόσο μεγαλώνοντας προσπάθησα να προστατέψω τον εαυτό μου, υψώνοντας έναν φράχτη σιγής και λήθης στη σκέψη μου. Όπως φαίνεται όμως, η πληγή έμεινε ζωντανή και όταν λίγο ανοίγει τότε ο πόνος είναι δυνατός.”

Βιωματικός και αυτοβιογραφικός, κρυπτικός και εσωστρεφής, ο Ιωσήφ Βεντούρας καταφεύγει σε μια αποσπασματική, ελλειπτική αφήγηση που αντανακλά τον κατακερματισμό της μνήμης από τον χρόνο και της ταυτότητας από την ενοχή.  Κατά τον Νικόλα Σεβαστάκη, το “ποίημα γίνεται ολιγόσαρκο από σεβασμό στους ολιγόσαρκους μάρτυρες”. Ο συχνά θρυμματισμένος στίχος που εναλλάσσεται με τον πιο μακροσκελή, η μονολογική πρόζα που αντιδιαστέλλεται με τον δραματικό διάλογο, τα ετερόκλητα αυτά στοιχεία της στιχουργικής του Βεντούρα αναπαράγουν τα ψυχολογικά, ηθικά και θρησκευτικά πάθη του επιζώντος. Γιατί όπως παραδέχεται και ο ποιητής/αφηγητής,

Ετσι που βούλιαζαν
πού ειναι οι ρυθμικοί στίχοι με τους ίαμβους
Ἐλιωνε ο πηλός των ημερών
έσβηνε στο σωρό των απειλών
(18)

Ο λόγος είναι πληγή, ψυχική δοκιμασία, αλλά και η πληγή είναι λόγος, λόγος αναγκαίος, λόγος ποιητικός (4). Η ποίηση είναι αυτή που τον βοηθάει να αντιμετωπίσει τα όρια μεταξύ της σιωπής και της μαρτυρίας. Οι στίχοι μάλιστα διαπραγματεύονται τη σιωπή ως ένα εργαλείο μαρτυρίας και λόγου, και οι λέξεις μετουσιώνουν την σιωπή αυτή σε μια φαντασματική παρουσία, την παρουσία των κορμιών αλλά και των ήχων, των πληγών και των οδυρμών. Τα στοιχειά αυτά είναι τόσο των προγόνων όσο και του ίδιου, του ιστορικού παρελθόντος όσο και του παρόντος. Η δημιουργική διαδικασία μεσολαβεί και απελευθερώνει το ιστορικό γεγονός από την απομόνωση και καταργεί την αντίθεση μεταξύ του εκείνοι και του εμείς, του τότε και του τώρα.  Ο ποιητής έτσι ξεπερνάει το ηθικό δίλημμα της αναπαράστασης, του πως και γιατί να δημιουργήσει μια εικονογραφία ενός οικτρού γεγονότος που ξεπερνά κάθε φαντασία και αρνείται κατηγορηματικά την αναπαράσταση. “Πως μπορεί να διηγηθεί” (40) το ακατανόμαστο;  Η ποίηση ως ανάγκη πλέον, ως λύτρωση, αναπαράγει τον ψυχικό κυκλώνα και τον ανάγει σε συλλογική συνείδηση. “Είναι περίεργο” λέει ο ποιητής, “– αν και στη διαδικασία της γραφής πολλές φορές συμβαίνει – ότι όταν συνέθετα το «Ταναϊς» και αργότερα το «Κυκλώνιο» (εκδ. Μελάνι, 2009) αισθανόμουνα πολλές φορές το χέρι μου να οδηγείται στο γράψιμο από κάποιον άλλον σαν να ήταν, κατά κάποιον τρόπο, μια αυτόματη γραφή. Πράγμα που σημαίνει ότι το υποσυνείδητο μου μιλούσε με έναν τρόπο που εγώ δεν ήλεγχα.”

Η Αμερικανίδα ποιήτρια Audre Lorde έχει πει ότι “η ποίηση δεν είναι πολυτέλεια. Είναι μια ζωτική ανάγκη της ύπαρξής μας. Αποτελεί το φως μέσα στο οποίο υποβάλλουμε τις ελπίδες και τα όνειρά μας για επιβίωση και αλλαγή… Με την ποίηση δίνουμε όνομα σε αυτό που δεν μπορεί να ονοματιστεί έτσι ώστε να μπορούμε να το στοχαστούμε. Οι μακρύτεροι ορίζοντες των ελπίδων και των φόβων μας πλακοστρώνονται από τα ποιήματά μας και σχηματίζονται από τους βράχους των εμπειριών της καθημερινής μας ζωής.” 

Η συλλογή αυτή, στην εξαιρετική δίγλωσση έκδοσή της, αφιερωμένη στη μνήμη των αδικοχαμένων της Κρήτης και των θαλάμων αερίων, γεφυρώνει το χάσμα μεταξύ φόβου και ελπίδας, μνήμης και λήθης, παρελθόντος και παρόντος. Και τα ποιήματα παραπέμπουν όχι μόνο στο αποτρόπαιο γεγονός του παρελθόντος, στο Ολοκαύτωμα, αλλά και στη σύγχρονη απειλή του ολοκληρωτισμού και του μίσους μέσω των εμφανών αλλά και των πιο κρυφών παραφυάδων του φασισμού που δεν επιτρέπουν στα παιδιά να ονειρευτούν. Το παιδί του Κυκλώνιου δεν μπορεί παρά να ονειρευτεί τον εγκλεισμό και την ασφυξία. Και όχι μόνο. Με την ανατριχιαστική θαλασσινή εικονογραφία τους τα ποιήματα παραπέμπουν και στα σημερινά δράματα της μετανάστευσης, στα τραγικά ταξίδια κι άλλων ποικιλώνυμων ετεροτήτων που χρησιμοποιούν τη Μεσόγειο ως επισφαλή μέσο διαφυγής και σωτηρίας. Ο γυρολόγος, ο νομάς, ο μετανάστης, ο Γιοσέφ μπεν Μαλκά του ποιήματος αποτελούν μια διαχρονική ύπαρξη που θα στροβιλίζεται αέναα στον κυκλώνα της μνήμης.

Και αν θαφτούν στη λήθη εκείνες οι εποχές
η τελευταία τους πνοή μας χαιρετάει.
Και αν πνιγούν στο πέλαγος οι στάχτες σιωπές
ίδιος θα είσαι γυρολόγος που γυρνάει
. (50)

Κλείνοντας το Κυκλώνιο ο ποιητής εκφράζει το φόβο πως η μνήμη, η λάμψη, ξεθωριάζει σε μια εποχή κατά την οποία, όπως λέει σε πιο πρόσφατο ποίημά του στη συλλογή Το Παιχνίδι, “με το πλήκτρο delete/αιφνίδια θα σβήσει. /Θα χαθώ κι εγώ” (14), “GAME OVER, GAME OVER” (28). Στη σημερική εικονική πραγματικότητα της οθόνης και της εύκολης διαφυγής, “Μας άφησες Θεέ και η ψυχή σπαράζει” (50). Ή αλλιώς, όπως θλιμμένα παραδέχεται στο ποίημα “Pulsar” “Σβήνει και η ουσία” (43).  

Βεντούρας Ιωσήφ. Το Παιχνίδι. Αθήνα: Τυπωθήτω, 2015.
Caruth, Cathy. Unclaimed Experience: Trauma, Narrative, and History. Baltimore and London: The Johns Hopkins University Press, 1996. Print.
Ζήρας, Αλέξης. “Η Ποίηση του Ιερού.”
Hirsch, Marianne. “The Generation of Postmemory.” Poetics Today 29.1 (2008): 103-128. Print.
LaCapra, Dominick. History and Memory after Auschwitz. Ithaca, NY: Cornell University Press, 1998. Print.
Lorde, Audre. “Poetry is not a Luxury”. First published in Chrysalis: A Magazine of Female Culture, 1977.
Σεβαστάκης, Νικόλας. “Όταν Η Πηγή Είναι Πληγή”
Ventura, Iossif. Kyklonio & Tanais. Tehechapi, CA: Red Heifer Press, 2015.
Σεφέρης, Γιώργος. “Μνήμη Α”
“Θρήνος και ενοχή: Tο kaddish ενός διασωθέντα”: Greek Reporter συνέντευξη του Ιωσήφ Βεντούρα από την Zdravka Mihaylova στο διαδίκτυο

Copyright © Ιωσήφ Βεντούρας - Με την επιφύλαξη παντός νόμιμου δικαιώματος. | Developed by Hyper Center