ΑΡΧΙΚΗ ΣΕΛΙΔΑ » ΚΡΙΤΙΚΕΣ
Η ΑΓΓΕΛΙΚΗ ΚΩΣΤΑΒΑΡΑ ΓΙΑ ΤΟ "ΤΑΝΑΙΣ"
Η μετουσίωση της καταβύθισης του «ΤΑΝΑΪΣ», σε διαχρονική εμπειρία βάθους
Καθώς αρχίζει το ποιητικό βιβλίο «ΤΑΝΑΪΣ», καλούνται σε σύναξη, σε πνευματική συναγωγή, οι άγουρες ψυχές που πνίγηκαν τότε, με τα ονόματα και τις ηλικίες αντίστοιχα, έτσι ώστε να σωματοποιούνται και να μη διαφεύγουν, μέσα στην αοριστία του γενικού. Στη συνέχεια, ο ποιητής κατευοδώνει με άφατη τρυφερότητα και λυρική αίσθηση τη μνήμη τους, κομίζοντας άνθη, μυριστικά φυτά και αποστάγματα καρπών. Γιατί, όσο πιο παράλογο φαίνεται ένα γεγονός, τόσο θα πρέπει κανείς να κρατηθεί δυνατά από στοιχεία της πραγματικότητας, απευθυνόμενος άμεσα στις αισθήσεις, για να κατακαθίσει μέσα του το αφόρητο. Με αυτόν τον τρόπο ξεκινάει η ανύψωση στην πνευματικότητα, ενός τόσο φρικιαστικού συμβάντος, όπως είναι η καταβύθιση του πλοίου «ΤΑΝΑΪΣ», το 1944, με τους Κρήτες Εβραίους και τα παιδιά τους στα έγκατά του. Όταν η πραγματικότητα παίρνει τη μορφή του παράλογου, δε θέλει κανείς να δεχτεί, ότι αυτό που βιώνει ενέχει οποιασδήποτε λογικής εξήγησης. Και αδυνατώντας να αντέξει την όψη της αβάσταχτης πραγματικότητας, θέτει σε αμφιβολία μέσα του, ακόμη και την οικονομία της Θείας Πρόνοιας.
Όμως το γεγονός αυτό γίνεται πιο παράλογο, με την παρεμβολή της τυχαίας σωτηρίας του ενός –του επιζώντος Ιωσήφ Βεντούρα εν προκειμένω- ο οποίος θα επεξεργάζεται, σε όλο το μάκρος της ζωής, ως ανεξιχνίαστο μυστήριο τη σωτηρία του, με άφραστο δέος, συντριβή, αλλά και ενοχή- προπάντων για τη χαρά της διάσωσής του. Και ακριβώς λόγω αυτής της προσωπικής εμπλοκής, αποκτά βαθύτερη διάσταση η ποιητική εγγραφή, στο βαθμό που γίνεται αντιληπτός από τον αναγνώστη, ο υφέρπων πόνος. Ο Ιωσήφ Βεντούρας, έχοντας καθαρή αίσθηση της εποπτείας του συγκινησιακού υλικού και των αυστηρών ορίων που θέτει η ποιητική γλώσσα, κατορθώνει και αποστρακίζει την ολισθηρή συναισθηματική διαπραγμάτευση του θέματος, με εσωτερική πειθαρχία που γίνεται αισθητή, ακόμη και στη φειδώ που χρησιμοποιεί το επίθετο.
Έτσι, το «ΤΑΝΑΪΣ», δεν είναι ακριβώς μια ακόμη καταγγελία της βαρβαρότητας με μορφή ποιητική, αλλά επικεντρώνεται στην εσωτερική και αγωνιώδη περιπέτεια της ψυχής καθώς διασταυρώνεται και συμπλέκεται με τις εκφάνσεις του εφιαλτικού, σαν μια διαρκής απειλή εκμηδένισης του εαυτού, που ακυρώνει το μέλλον. Είναι, λοιπόν, μια ποιητική πρόταση που κατευθύνεται πέρα από τα φαινόμενα, σε αναζήτηση μιας άλλης αλήθειας, που να παρέχει, όπως λέει η Χάνα Άρεντ στην «Ανθρώπινη Κατάσταση», την ελπίδα μιας αληθινής γνώσης.
Ο αναγκαίος χρόνος της επώασης.
Γιατί όμως τώρα και όχι ενωρίτερα δεν προέκυψε αυτό το βιβλίο, το επικεντρωμένο πάνω στο συγκεκριμένο συμβάν, τόσο χρονικά απομακρυσμένο; Επειδή η διαπραγμάτευση αυτού του υλικού, προϋποθέτει την επώαση, την καύση και τη δοκιμασία της ψυχής. Προϋποθέτει, λοιπόν, χρόνο. Και όσο ανδρωνόταν ο ποιητής, το παιδί που ενυπάρχει μέσα του, φρικτά διαπορόν, παρεμβαλλόταν και απηύθυνε οδυνηρά ερωτήματα για την Απώλεια και τη Σωτηρία, απέναντι στο συμπαγές του Ανεξήγητου και του Αδιαπέραστου. Διαφορετικά, έπρεπε βαθμιαία να εννοήσει και να παραδεχτεί με εσωτερική πάλη, ότι υπάρχει η κατανοητή και η ακατανόητη πλευρά του κόσμου, και, επομένως, να παραιτηθεί από τα ερωτήματα που θέτει η λογική.
Κατά τα λοιπά, όλα όσα με ποιητική υπαινικτικότητα αναφέρονται σε αυτό το βιβλίο, ως προς την καταβύθιση, δεν στοχεύουν σε μια ιστορική ή αναμνησιακή καταγραφή, δηλαδή δεν αποσκοπούν σε μια παθητική ανάκληση του παρελθόντος. Είναι η απόσταξη μιας συνεχούς συνομιλίας με το αποτρόπαιο συμβάν, καθώς εκβάλλει, με ένα υφέρπον πάθος, στο παρόν. Έπειτα χρειάζεται χρόνος για να εννοήσει κανείς εκείνο που πίστευε βαθιά και υποστήριζε ο Φρανς Κάφκα : ότι για να πλουτίσεις το διάλογο που ανοίγεις με το Άλλο, πρέπει να καταφάσκεις στη διακειμενόμενη φύση των εμπειριών, όπου κάθε εμπειρία, ανοίγει την πύλη για την αντίθετή της και καθώς η μια φωτίζει την άλλη, αποκτά κανείς τη δυνατότητα διόδου προς την αλήθεια.
Λοιπόν, για να επαναπροσεγγίσουμε το αρχικό ερώτημα, που αφορά στο διευρυμένο χρόνο της επώασης, είναι αναγκαίο να δούμε αυτό το χρονικό διάστημα ως απαραίτητο για τη δοκιμασία της ψυχής. Και τότε θα εννοήσουμε, ακόμη και αν δεν έχουμε διαβάσει Κίρκεγκωρντ, γιατί η δοκιμασία της επώασης επιβάλλει την επιθυμία της σιωπής. Κυρίως χρειαζόταν χρόνος για να παραιτηθεί κανείς, όπως προειπώθηκε, από τις οριστικές εξηγήσεις για τα όσα σκοτεινά και δυσερμήνευτα συμβαίνουν στον κόσμο.
Προς αυτήν την κατεύθυνση ο προσεκτικός αναγνώστης του «ΤΑΝΑΪΣ» αντιλαμβάνεται, στο άρρητο μέρος του βιβλίου, όπως συνάγεται από τα ποιητικά συμφραζόμενα, τον κλυδωνισμό του ποιητή, καθώς εκτινάσσονταν από την ψυχή του αναπάντητα, νοητά ερωτήματα προς το Θεό : Γιατί επέτρεψε να συμβεί αυτό; Ο Κίρκεγκωρντ στο βιβλίο του «Φόβος και Τρόμος», υποστηρίζει αναφερόμενος στον Αβραάμ, πως ήταν τέτοιας υφής το πάθος της Πίστης του, ώστε δεν του επέτρεπε να απευθύνει κανένα αγωνιώδες ερώτημα προς το Θεό, όταν έλαβε την εντολή να θυσιάσει το μονάκριβο γιο του Ισαάκ. Το πλήθος των βασανιστικών ερωτημάτων και την υπαρξιακή αγωνία που συνέχουν την ψυχή, όσων κλυδωνίζονται από αμφιβολία στη σχέση τους με το Θεό, τα διαπραγματεύτηκε για τον εαυτό του και για χάρη του σύγχρονου ανθρώπου ο Κίρκεγκωρντ, μετεωριζόμενος μεταξύ πίστης και απόλυτου κενού. Στην ποιητική μαρτυρία του Ιωσήφ Βεντούρα υπάρχουν αδιάψευστα ίχνη μετεωρισμού, με δηλωτικές αναφορές : «για το ρόγχο του Άστρου ας πούμε παρόν/ που κλυδωνίζεται».
Η ποίηση έχει αυτή τη δύναμη, να διυλίζει τα γεγονότα μέσα στις έννοιες, πολιορκώντας τις εσώτερες ψυχικές καταστάσεις, δείχνοντας δια του υπαινιγμού και όχι μεγαλόστομα, ότι ευστοχεί : σε όλο το βιβλίο δεν υπάρχει ίχνος κατάρας και λεκτικής όξυνσης προς την πλευρά του Κακού και του Άδικου, ενώ βαθύτατα θρηνεί, απαρηγόρητη, η ψυχή. Επειδή ο Ιωσήφ Βεντούρας, αντέχοντας μέσα στο χρόνο να θεάται και να συνομιλεί με το παράλογο, έλαβε τη χάρη να μεταποιεί τις σκέψεις φόβου και οδύνης, που κατακρημνίζουν την ύπαρξη, σε εικόνες υπερβατικές, εμβαπτισμένες στην πνευματική σφαίρα.
Η διαχρονική κίνηση της αιώρας.
Μέσω αυτής της εσωτερικής διαπόρευσης, ο ποιητής κατόρθωσε να αιχμαλωτίσει αισθητικά ένα επίτευγμα τριπλής ταυτοχρονίας, καθώς αναδύονται την ίδια στιγμή, εκβάλλοντας στον στίχο, 1) η φορά καθόδου του «ΤΑΝΑΪΣ» προς το βυθό με τους εγκλωβισμένους στα αμπάρια του, 2) τα σώματα και τα αντικείμενα να αιωρούνται, ακολουθώντας μιαν αέναα υπερβατική κίνηση ανόδου και 3) με μιαν αιφνίδια αναστροφή του χρόνου να ακινητούν κατεσπαρμένα στο βυθό, κρανία, κελύφη, οστά και ενθυμήματα. Αναδεικνύεται έτσι η τόσο ευρηματική, αέναη κίνηση της αιώρας, που διέπει όλη την ποιητική συλλογή, «αιώρα αιώνια του πελάγου μνήμη», υποβάλλοντας ταυτόχρονα την κίνηση του χρόνου και την απόλυτη ακινησία του θανάτου, ο οποίος, αν και κυρίαρχα παρών, δεν κατονομάζεται ούτε μια φορά, τόση είναι η ευστοχία των ποιητικών τρόπων που τον υποκαθιστούν. Η ποίηση, επιτελώντας το λυτρωτικό της ρόλο, ωθεί σε διάλογο, σε επικοινωνία τον εσώκλειστο εαυτό του ποιητή, καθώς, επισκοπώντας τα ράκη και τις εικόνες βιβλικής καταστροφής, παραπέμπει στο συλλογικό Εγώ των Ιερών Γραφών, από όπου αναδύεται η φωνή και η πνευματική οντότητα του Εβραίου. Και αυτό είναι σημαντικό, στο βαθμό που αυτή η φωνή ακολουθεί χρονικά την κίνηση της αιώρας, από τα βάθη των αιώνων έως το παρόν, με ένα πάθος μνήμης και συνοχής. Είναι ενδεικτικό ότι γίνεται άμεση αναφορά στις αρχαίες Αιγυπτιακές πόλεις Πιθάμ και Ρααμσές, όπου ιστορικά έζησαν σκλάβοι Εβραίοι : «Αν δεις τη νύχτα εκείνους βλέπεις/ σε πνιγηρή συσσώρευση/ αντικείμενα πεταμένα στο σκοτάδι/ ενθυμήματα διηγήσεων/ -Πιθάμ και Ρααμσές-/ φωτιά και στάχτες των καιρών μας».
Εκείνο που ενδυναμώνει συλλογικά αυτή τη φωνή και, συγχρόνως, την προσωποποιεί σε ένα άλλο επίπεδο, είναι : α) ένα δυσβάσταχτο φορτίο ενοχής, β) μια αίσθηση αυτοσυνείδησης και γ) ένα χρέος επιβίωσης και ιστόρησης, απέναντι στους διαχρονικά και άδικα και αδικαίωτα απωλεσμένους Εβραίους –και όχι μόνο του ΤΑΝΑΪΣ.
Η Ολότητα της Εβραϊκής Κοινότητας και η ατελεύτητη δοκιμασία.
Η λέξη η οποία συνδέεται με την πίστη, με έντονη μυστικιστική προέλευση, είναι η δοκιμασία –οδοδείκτης της μυήσεως- είτε πρόκειται για το μάκρος της πεπερασμένης ανθρώπινης ζωής είτε πρόκειται για το χρόνο επιβίωσης ενός λαού με αρχαίες καταβολές, όπως οι Εβραίοι. Από εκεί αντλούν δύναμη και υπόσταση, διαχρονικά, οι τελετουργίες και ο μυητικός χαρακτήρας των τελετών και εορτών (Πουρίμ-Σουκότ-Μίκβε κ.ά.), που, καθόλου τυπικά, μα ουσιαστικά, ευλαβικά, με πυκνή ποιητική ένδυση και συμβολική δύναμη, εναποθέτει στο λόγο του ο Ιωσήφ Βεντούρας, αντλώντας προοπτικό βάθος από την εβραϊκή κοινότητα. Γίνεται φανερό ότι έχει μέσα του εντάξει την καταβύθιση του ΤΑΝΑΪΣ στην τάξη της αέναης δοκιμασίας των Εβραίων, ως μέρος του Ολοκαυτώματος, το οποίο και υπομνηματίζει, εμπλέκοντάς το μυστικά στους στίχους : «και νότες συντρίμμια σολ και λα που χάσανε το λάμδα/ μείνανε φωνήματα στο ρέμα, σο/ α, και σο/ σ», αφού ως γνωστόν Σοά = Ολοκαύτωμα. Προς αυτή την κατεύθυνση, με ένα απίθανα φανταστικό άλμα, μετουσιώνεται ο υγρός τάφος, που δέχτηκε τα σώματα των μικρών κοριτσιών σε τελεστικό λουτρό συμβολικής κάθαρσης ψυχής και σώματος πριν το γάμο, Μίκβε εβραϊστί : «Και ήταν στην παγωνιά/ υδρόφυτα στο Μίκβε άλλοτε που/ κατέβαιναν/ η Βικτωρία, η Ρόζα, η Λεά/ υδρόβια στο πέλαγος/ χωρίς αναγγελίες/ χωρίς αίμα». Επειδή η πνευματική ένταξη στην Εβραϊκή Ολότητα, εκτός των άλλων, βοηθάει, ώστε οι στιγμές, που απαρτίζουν το βίο, να μη χάνονται κατακερματισμένες. Αντίθετα, να παραπέμπουν και να εμβαπτίζονται στον κύκλο των κοινών εμπειριών. Έτσι, το άτομο μετέχει δυνάμει στο ίδιο ρεύμα, στην ίδια προσπάθεια διατήρησης ενός αυθεντικού προσώπου. Ο Ισάια Μπέρλιν αναφέρει ότι ο άνθρωπος, ζωτικά δρώντας, επιδιώκει να ανήκει με όλη την πνευματική και βιοτική σκευή του σε μια κοινότητα, μια ομάδα με κοινά σημεία, όχι απαραίτητα απτά.
Ακόμα και οι εβραϊκές λέξεις, πέρα από το εννοιολογικό περιεχόμενο, ενέχουν και μια άλλη εξαιρετική ιδιότητα : είναι κληροδοτημένες, σφραγισμένες από τη χρήση των αιώνων, κλειδιά για τη γλώσσα, τις τελετές, τους ψαλμούς, που μαζί με τα ιερά αντικείμενα και σκεύη δε συνιστούν απλά σημεία μιας παράδοσης, δηλαδή μια στατική, τυπολατρική μεταβίβαση στοιχείων από τον ένα αιώνα στον άλλο. Όλα αυτά, γλώσσα και θρησκευτικότητα, υπάρχουν ως πνευματική συναγωγή και συνοχή, τόπος ιερός, η νοητή πατρίδα για τον περιπλανώμενο ανά τους αιώνες Εβραίο. Σώμα, λοιπόν, η Εβραϊκή Κοινότητα, ζων οργανισμός, τον οποίον όλοι μαζί και κάθε ένας χωριστά, αιματώνει αδιαλείπτως.
Ο ποιητής, όταν λέει : «ορφανό της συναγωγής μου δένδρο», εκφράζει αυτή τη ζωτική ενότητα, προωθώντας στην ολότητα τον πόνο για την απώλεια των παιδιών. Με αυτό τον τρόπο πνευματοποιεί, δίνει έμφαση στον πόνο. Ο Τόμας Μαν στο βιβλίο του, «Η Λόττε στη Βαϊμάρη», θεωρεί ότι η έμφαση στον πόνο είναι συνώνυμη του εβραϊκού πάθους, της τάσης για πάθος, για πόνο, που διακρίνει κανείς στη φωνή και του πιο απλού Εβραίου. Και ο ποιητής χρησιμοποιεί τεχνικές που εκχέουν αυτή την έμφαση σαν πόνο , προς τη συλλογικότητα, εκεί που προσμειγνύεται και ομογενοποιείται το ατομικό συναίσθημα αντλώντας λυτρωτική δύναμη.
Αυτή η ευδιάκριτη αναγωγή του «ΤΑΝΑΪΣ», προς την πνευματική εβραϊκή Ολότητα, συντελεί ώστε να διευρυνθεί η απειροελάχιστη στιγμή μεταξύ ζωής και θανάτου, αναδεικνύοντας την εσχάτη πάλη με το απειλητικό αόρατο ανάμεσα στις σκοτεινές δυνάμεις που συγκρούονται. Χάσκει το χάσμα της υπέρβασης, κατά τον Λεβινάς, μέσω της οποίας καταφθάνει και πλήττει, χωρίς να τον δεξιωνόμαστε, ο θάνατος. Όμως μέσα στην ποίηση, η Βικτώρια, η Ρόζα, η Λεά, δεν αφανίζονται, εμβαπτίζονται μέσα στη χάρη της πίστης, της πνευματικότητας και της τέχνης, και βυθίζονται στα παγωμένα νερά.
Πνιγμός: η επιτακτική εμμονή.
Ο πνιγμός, η πνιγηρή ατμόσφαιρα, το υδάτινο στοιχείο, ως σημειολογία του θανάτου περιρρέουν στο «ΤΑΝΑΪΣ». Συνιστούν εκφάνσεις της εφιαλτικής εμμονής, από την οποία ο ποιητής προσπαθεί να ξεφύγει, γράφοντας το ποίημα, χωρίς όμως να υποβάλει την έννοια του καταθλιπτικού- μόλις μια άχνα λύπης. Η συνεχής υδάτινη ροή από κομμματιασμένες εικόνες και ο διακειμενικός πλούτος της γλώσσας, οξύνουν την αίσθηση ότι, «αδυνατεί κανείς να αναπαραστήσει το όλον» σύμφωνα με τον ευφυή, συνοπτικό ορισμό του μεταμοντέρνου, από τον Λυοτάρ. Ίχνη από αντικείμενα, ονόματα, τρίμματα φωνών απεξαρθρωμένων, εντείνουν την αίσθηση του βυθίσματος, κατά την αποσβολωτική στιγμή, πολιορκώντας ασφυκτικά την Απουσία, «Στο βάθος του πελάγου μια φωτογραφία σου σαπίζει».
Ξεκινώντας από την προμετωπίδα της Οδύσσειας « Νῆα μέν αὐτοῦ κέλσαι ἐπ’ ὠκεανῷ βαθυδίνη αὐτός/ δ’ εἰς Ἀϊδέῳ ἰέναι δόμον εὐρώεντα» δίνεται αμέσως το στίγμα της καταβύθισης. Είναι η στιγμή που ο Οδυσσέας φτάνει με το καράβι στον άπατο βυθό του ωκεανού και από εκεί ορμηνεμένος από την Κίρκη, θα πάρει τον δρόμο για τον Άδη. Έτσι προϊδεάζει ο ποιητής τον αναγνώστη, για τη δική του Νέκυια, τη δύσκολη πλεύση και τη συνομιλία με τις καταποντισμένες ψυχές. Και αμέσως, με την πρώτη ποιητική φράση, το αίσθημα του πνιγμού, αποτυπώνεται επιγραμματικά, συλλαβή προς συλλαβή: «Με-στό-μα υγρό/ νερο-ποντή/ το φύλλω-μα πνιγμένο».
Η πνιγηρή υδάτινη υφή διαποτίζει ολόκληρο το ποίημα, που φαίνεται μουσκεμένο στο νερό, σα να είναι γραμμένο στο βυθό, για να διαβάζεται, να σβήνει δια της σιωπής και να ξαναγράφεται από την αρχή, αιώνιο παλίμψηστο. Στο λειτουργικό κυματισμό της ποιητικής φράσης, συντελεί και η διαρκής εναλλαγή μικρών και μεγάλων στίχων, αντικατοπτρισμός της εβραϊκής ποίησης, πνοές και εκπνοές, ενός καλά αρμοσμένου ζώντος οργανισμού, καθορίζοντας τον ρυθμό της αναπνοής. Πόση υγρασία ψυχής χρειάζεται, για ν’ αποδοθούν οι στίχοι, στη σωστή γγιση προς τον αναγνώστη: “ Εσθήρ/ χωρίς πυξίδα/ και παγώνουν τα σώματα/ τα μάτια σου θα πάρουν το χώμα των φυκιών». Και ακόμη “Βροχή κυττάρων υγραίνει το δέρμα/ ακούω το κλάμα/ η φωνή κατακλείνει ασθενική που βυθίζεται/ ανατολικά του πελάγου”. Και πόσο υφασμένη με σιωπή η σκηνή του πνιγμού την οποία ο ποιητικός λόγος υποδέχεται με έκδηλη αδυναμία και ταπείνωση, ώστε τίποτε να μην εξέχει: “σπασμένοι καθρέφτες / πολλαπλά είδωλα/ σιωπή/ εκδοχή ποια εκδοχή. Το αόρατο συστρέφεται/ σπείρα πνιγηρή”. Ενώ στην επιφάνεια αιωρούνται, σαν αντίστιξη του θανάτου, ξέφρενα και πολύχρωμα, σύμβολα της ζωής: “η με φυσαλίδες στις σιωπές των οσμών/ενώ από τα μπαλκόνια τ’ ουρανού/ θα ανέμιζαν κόκκινα μπαλόνια και γιρλάντες”.
Ο βυθός παραμένει εξακολουθητικά, το απόλυτο σύμβολο της σιωπής, με νύξεις προσέγγισης, καθώς η ποιητική συνείδηση επεξεργάζεται, εξακολουθητικά, νοητά και βασανιστικά, όψεις απαγορευτικές για την αναπαράσταση της πραγματικότητας.
Την διιστορική και διαχρονική κάλυψη αυτής της εκδοχής, υποστηρίζει με τον εύστοχο διακειμενικό διάλογο, η καθόλου τυχαία παραπομπή, στην έρημη Χώρα του Έλιοτ, με ευθεία αναφορά στον πνιγμένο Φοίνικα Φληβά. Διαβάζουμε, “ Σκαμπανεβάζει το σκάφος με τον Φλοιβά/ κατευθείαν στη ρουφήχτρα”. Και στο ποίημα του Έλιοτ η αντιστοιχία “ Πέρασε τα στάδια των γερατειών του και της νιότης του / Μπαίνοντας μέσα στη ρουφήχτρα/ Εθνικέ ή Εβραίε/ Ω εσύ που γυρίζεις το τιμόνι κοιτάζοντας προς τον αγέρα,/ Στοχάσου τον Φληβά, που ήταν κάποτες όμορφος και αψηλός σαν εσένα”. Πέρα από τις προφανείς, υπάρχουν και άλλες βαθύτερες συνδηλώσεις ως προς τον Φοίνικα Φληβά, π.χ. η ένδειξη με τη αρχαία πόλη Φοινίκη, εμπλεκόμενη σε πολλές βιβλικές αναφορές. Σχετικά πρέπει να επισημανθεί ιδιαίτερα, ότι στο «ΤΑΝΑΪΣ» ακούγεται ιδιαίτερα μια υπερβατική φωνή, που διασπείρει τη μαρτυρία, ενός που βίωσε δ υ ν ά μ ε ι την εμπειρία του πνιγμού, ως επιζών, για να συνδεθούμε ξανά με την αρχικά διατυπωθείσα άποψη περί απώλειας και Σωτηρίας. Γράφει ο ποιητής, “ Εγώ είμαι εδώ/ βεβαιώνομαι πνιγμένος”. Η έμφαση στο ακατονόμαστο, το παράλογο συμβάν και στον τρόπο που εισπράχθηκε, στην προσέγγιση της υποκειμενικής αλήθειας, που έχει εξελιχθεί κατά την Χάνα Άρεντ (Ανθρώπινη κατάσταση) σε αντικείμενο της συνείδησης. Και με τα δικά της λόγια, “Το συμβάν, φωτίζει το δικό του παρελθόν, δεν μπορεί όμως να παραχθεί λογικά από αυτό”.
Ο Ιωσήφ Βεντούρας, προτάσσοντας τη δυσκολία της εννόησης του κόσμου συνεισφέρει αυτό το βιβλίο, ως μια μαρτυρία συνειδησιακής κρίσης, με αλληλέγγυο νόημα. Και όπως αντικατοπτρίζεται στους θαυμάσιους λιτούς στίχους , η ψυχική εμπειρία εκβάλλει στο υγρό στοιχείο της θάλασσας, μετωνυμία της αψάδας και της βασανιστικής δίψας της ζωής:
“αλάτι είναι η ζωή
σταλαγματιές αλάτι”
Αγγελική Κωσταβάρα