ΑΡΧΙΚΗ ΣΕΛΙΔΑ » ΚΡΙΤΙΚΕΣ



ΌΤΑΝ Η ΠΗΓΗ ΕΙΝΑΙ ΠΛΗΓΗ

ΝΙΚΟΛΑΣ ΣΕΒΑΣΤΑΚΗΣ


ΌΤΑΝ Η ΠΗΓΗ ΕΙΝΑΙ ΠΛΗΓΗ
Σκέψεις για το ποιητικό ίχνος του Κυκλώνιου

 

 

Ο λόγος για ένα συγκεκριμένο ποιητικό αποτύπωμα. Μια μικρή συνομιλία με τα σήματα της ποίησης του Ιωσήφ Βεντούρα, δίχως παραπάνω ερμηνευτικές φιλοδοξίες.

Τα ποιήματα που συναντούμε σε αυτή τη μικρή συλλογή φαίνονται να είναι θραύσματα  αποκολλημένα από μια δίπτυχη μνήμη. Μια μνήμη προσωπική, οικογενειακή και προγονική, σμίγει με φωνές και προσωπεία, με σπαράγματα ονείρων και προσευχών άλλων ανθρώπων. Ποιήματα ή καλύτερα κρούσεις ποιητικές στον αντίποδα εκείνης της παρηγορητικής και περίκομψης ευφράδειας που υποκαθιστά συχνά αυτό που εννοούμε συνήθως λυρικό τόνο. Και τούτες οι κρούσεις επιτελούν μια πραγματική δοκιμασία της γλώσσας καθώς προσπαθεί να αρθρώσει καταστάσεις τις οποίες η Ιστορία και οι μεγάλες μηχανές της επίσημης μνημόνευσης και της ανεπίσημης λήθης τις αγνοούν ή τις προσπερνούν: την οδύνη των σωμάτων, τις μαρτυρίες της σάρκας που πάσχει. 

Τι είναι όμως το Κυκλώνιο του τίτλου; Είναι απλά το γνωστό δηλητηριώδες χημικό αέριο, ένα προϊόν της βαριάς βιομηχανίας του εικοστού αιώνα; Είναι μήπως σύμβολο του παράλογου, του ασυγχώρητου, του απάνθρωπου στο οποίο διέπρεψε η ναζιστική – και όχι μόνο- μηχανή; Για να φτάσει ο ποιητής στο κατώφλι της οδύνης, στη μνήμη των οικείων και στη μνημόνευση του μαρτυρίου των άλλων, ξεκινά με την έρημο στο στόμα, με την επίγνωση «ότι ο λόγος είναι πληγή και η πληγή λόγος».

Ο λόγος πληγή. Και η πληγή λόγος. Δεν πρόκειται πιστεύω για ρητορικό εύρημα που θέλει να μας προειδοποιήσει για ό,τι σκληρό θα επακολουθήσει. Ο λόγος είναι πληγή όταν καλείται να μιλήσει για το χάραγμα των αριθμών, για τους ήχους των συρμών, για τις υλακές των σκυλιών. Όταν καλείται δηλαδή να ονομάσει εμπειρίες που δεν έχουν χαρακτηρισμό διότι υπερβαίνουν τα όρια της περιγραφής. Αυτές οι καταστάσεις στέρησαν τους ανθρώπους το όνομα και το πρόσωπό τους. Πλησιάζοντας προς το ανείπωτο ο λόγος του ποιήματος αναζητεί διαρκώς τα ονόματα των άλλων: Σάββας, Βίκτωρ, Σιμχά. Αναζητεί το «κάλεσμα της Μητέρας», τη σκιά του πατέρα. Συναντά για να αποχαιρετίσει, άλλη μια φορά, αυτούς τους Εβραίους που κάποτε έφυγαν από την Κρήτη για τον Πειραιά. Ο λόγος γίνεται πληγή επειδή ξέρει ότι το ριζικό κακό είναι αυτό που μετατρέπει το αίμα σε καπνό καμινάδας. Επειδή ξέρει ότι κακό είναι ό,τι μετατρέπει τους ανθρώπους που έχουν όνομα σε ισχνές φιγούρες που βαδίζουν τρεκλίζοντας.
Τι είναι λοιπόν το Κυκλώνιο, ξαναρωτώ; Ο παγανιστής φιλόσοφος, ο φιλόσοφος του Είναι, θα έλεγε: είναι κάτι κακό ανάμεσα σε πλείστα άλλα δεινά και ατυχήματα της Ιστορίας-μοίρας που θέλει τον άνθρωπο υπήκοο της βούλησης για δύναμη. Ο Heidegger, φιλόσοφος που δεν βρήκε να πει μια λέξη για το Άουσβιτς, θα εξισώσει, μεταφυσικά, τους θαλάμους αερίων με τη μηχανοποιημένη γεωργία και τα υδροηλεκτρικά φράγματα. Σε αυτή την εκδοχή σκέψης, το Κυκλώνιο θα ήταν απλώς μια εκδήλωση της νεότερης τεχνολογικής εποχής η οποία «θέλει» την κυριαρχία του ανθρώπου στον πλανήτη. Το ποίημα, ωστόσο, αντιστέκεται με συνέπεια σε αυτή την επιχείρηση ουδετεροποίησης του κακού. Η αφετηρία του δεν είναι η κατοίκηση σε μια δωρήτρια φύση, σε μια αθέατη αρμονία, αλλά η εξορία και η οιμωγή. Η «φωνή των αιώνων» δεν είναι εδώ ένα ρωμαλέο Είναι που χαρίζει τη μελωδία του σε κάποιους επίλεκτους ποιητές και στοχαστές. Η φωνή των αιώνων ράγισμα γράφει. Από αυτό το μεγάλο ράγισμα μας απευθύνεται ο ποιητής, από τα «σημάδια που θα μείνουν στο κορμί». 

Ο Βεντούρας είναι ένας ανθρωπιστής ποιητής. Με αυτό τον, για πολλούς, παρωχημένο όρο εννοώ ότι ανήκει σε εκείνους που ενδιαφέρονται περισσότερο για το μυστήριο του πλησίον ή ακόμα και του ξένου, του πλησίον που είναι πάντα ο ξένος. Πολύ λιγότερο περιθάλπει τα φυσικά όντα, τα τοπία και τις συναισθηματικές θερμοκρασίες της επαφής με τα αντικείμενα. Ο ανθρωπισμός του δεν είναι αυτός του θριάμβου της ανθρώπινης βούλησης ούτε καν αυτός της διάψευσης, της πολιτικής ή υπαρξιακής οδύνης. Δεν ορίζεται από το αφελές ζεύγος της απαισιοδοξίας και της αισιοδοξίας, της απόγνωσης και της ελπίδας, του χαμού και της σωτηρίας. Διαλύεται ουσιαστικά στη γλώσσα, στην αγωνία της γλώσσας να πάει προς το ασύλληπτο και συγχρόνως να το σεβαστεί, να το διαφυλάξει ως ένα όριο. Να ανακαλύψει το μέγεθος του πόνου δίχως να στερήσει από τα υποκείμενα τη δυνατότητα της δέησης, την αναφορά σε έναν Κύριο Θεό. Για αυτό θεωρώ ότι ένα ποίημα όπως αυτό που φέρει τον τίτλο της συλλογής, το Κυκλώνιο, είναι μια τέτοια επικίνδυνη άσκηση πλησιάσματος και σεβασμού.
Σε αυτή τη γλώσσα τίποτα δεν φαίνεται ολοκληρωμένο και «επαρκές». Καμιά αυτάρκεια ρητορική δεν την διακατέχει. 
Ακούμε το ποίημα:

Ανάσα βάραθρο
Βάραθρο
Γαντζώνεται σιγή
Δέηση
Εκλιπαρεί το έλεος ποιος
Ζόφος ποιος 
Ήχος θρόμβου
Θρόμβος πνιγηρός
Ικρίωμα είναι στο ικρίωμα
Και κλονίζονται Κύριε
Λιώνουν

Μητέρα
Νυχτώνει
Ξάγρυπνοι
Ολιγόσαρκοι πως
Περαιουνται πως
Ρημάζουν με
Σπασμούς
Τέλους

Υπερκόσμιες
Φουρνίζουν
Χρυσαλίδες
Ψαλμωδώ Κύριε
Ωρύομαι

------------------------------------------------

Μέλη που δεν αφήνετε σκιά
Δέρμα και σάρκα από πηλό
Άχυρο ξερό
Πληγή στην πληγή η έρημος

Το ποίημα δεν παρακολουθεί μια σκηνή εκτέλεσης ή μαζικής εξόντωσης. Δεν είναι, παρά την πρώτη εντύπωση, μια «αναπαράσταση» της λειτουργίας/ στιγμής του κρεματορίου. Οι στίχοι του διαμελίζονται σα να είναι οι ίδιοι τα σώματα που πέφτουν, τα μέλη που δεν αφήνουν σκιά. Το ποίημα γίνεται ολιγόσαρκο από σεβασμό στους ολιγόσαρκους μάρτυρες. Το κέντρο του είναι η εμπειρία της κλονισμένης σάρκας. Στην ανάγνωση αυτής της ποίησης έρχονται στο νου οι φράσεις εκείνου του μεγάλου μάρτυρα της σκέψης, του Τσέχου Jan Patoçka: 
O Patoçka, θύμα της τσεχικής «σοσιαλιστικής» ασφάλειας και των ανακριτικών μεθόδων της, μιλούσε ακριβώς για την «αλληλεγγύη των κλονισμένων»: αυτή μόνο, έλεγε, μπορεί να πει ‘όχι’ στα μέτρα κινητοποίησης που διαιωνίζουν την κατάσταση πολέμου. Η αλληλεγγύη των κλονισμένων χτίζεται στους διωγμούς και στις αβεβαιότητες: εδώ είναι το σιωπηλό της μέτωπο, δίχως λάμψη και ρεκλάμα ενώ την ίδια στιγμή η βασιλεύουσα εξουσιαστική ισχύς γυρεύει να απαλλαχτεί από τούτη την αλληλεγγύη με όλα τα μέσα» .

Στο τελευταίο ποίημα διαβάζουμε εκείνα τα λόγια που δείχνουν πως, πέρα από το αίσχος της γυμνής ισχύος, πέρα και από τη λήθη στην οποία περιπίπτουν οι καιροί της φρίκης υπάρχει ακόμα μια πνοή που συνεχίζει να μας χαιρετάει. 

«Σφίγγουμε τα χέρια θερμότατα, σαν να είμεθα συγγενείς. Και αλήθεια, δεν ανήκουμε στην ίδια οικογένεια των δολοφονημένων;»

Αν η εμπειρία του κακού σημαίνει ότι ο «Θεός μας άφησε» και η «ψυχή σπαράζει», τούτο δεν εμποδίζει τον ποιητή να είναι ο γυρολόγος που γυρνάει στοιχειωμένος από τα σύμβολα της παράδοσής του. Η άλλη σημασία του Κυκλωνίου, του ριζικού κακού είναι ακριβώς αυτό: μια επιχείρηση καταστροφής των συμβόλων μιας παράδοσης, των «αριθμών και των συλλαβών» μιας γλώσσας ικανής ακόμα να σχηματίζει προσευχές, να απευθύνεται στον ουρανό και όχι στη νεκρή ύλη. Τα σύμβολα – ο ναός, τα ονόματα, η γλώσσα, η προσευχή- αντιστέκονται στη ζωολογική εξαχρείωση του ανθρώπου, στην μετατροπή του υποκειμένου σε υλικό προς χειρισμό και πειραματικό έκθεμα. Η ποίηση αντιστέκεται σε αυτό το πείραμα μένοντας πιστή στη μνήμη: έχοντας δηλαδή την υπόνοια ότι η αληθινή συγνώμη δεν βρίσκεται στην αποδοχή του fatum, στην αποδοχή του «φυσικού» γεγονότος ότι ο χρόνος τα σβήνει όλα. Ο χρόνος σβήνει τα πάντα εκτός από τη δυνατότητα της σκέψης και της ποίησης να αντιστέκονται στον μηχανισμό του Ουδέτερου, του «Έτσι είναι». 

Ας είσαι καλά Ιωσήφ που υπονοείς ότι, εν τέλει, η Ιστορία θα μπορούσε να ήταν αλλιώς, ότι το Κυκλώνιο δεν θα έχει, ίσως, την τελευταία λέξη… 

 
 

 


  

 

 

 

Copyright © Ιωσήφ Βεντούρας - Με την επιφύλαξη παντός νόμιμου δικαιώματος. | Developed by Hyper Center