ΑΡΧΙΚΗ ΣΕΛΙΔΑ » ΚΡΙΤΙΚΕΣ



"Ιωσήφ Βεντούρας, Κυκλώνιο" Ομιλία της Φραγκίσκης Αμπατζοπούλου

Ιωσήφ Βεντούρας, Κυκλώνιο, εκδόσεις Μελάνι, Αθήνα 2010

 

(Ομιλία της Φραγκίσκης Αμπατζοπούλου στην εκδήλωση που έγινε στην Ισραηλιτική Κοινότητα Θεσσαλονίκης, στις 14 Απριλίου 2010)
 

Θέλοντας να υποδεχτώ τον Ιωσήφ Βεντούρα στη Θεσσαλονίκη με τρόπο ταιριαστό για έναν φίλο και ποιητή, σκεφτόμουν πως θα ήταν καλό να ψάξω και να φέρω εδώ κι άλλους δικούς του ανθρώπους, πέρα από αυτήν την αίθουσα, μέσα από τις φωνές τους, που να ταιριάζουν με τη δική του φωνή, όπως την ακούμε στο ποίημά του, το Κυκλώνιο. Για να το κάνω αυτό, έναν μόνο τρόπο γνωρίζω: να σκεφτώ άλλα κείμενα, και να φέρω εδώ ό, τι είναι εφικτό από την τόσο ανοιχτή και απρόβλεπτη σχέση της ποιητικής τέχνης και της ιστορίας. Αυτό θα προσπαθήσω.

Ο Ιωσήφ Βεντούρας δεν είναι από τη Θεσσαλονίκη. Είναι από την Κρήτη, από τα Χανιά. Τον φυγάδευσαν και τον έκρυψαν κι έτσι σώθηκε, όταν οι ομόθρησκοι συμπολίτες του, που οι ναζί φόρτωσαν στο πλοίο με το όνομα Τάναις, από μια αρχαία πόλη του Εϋξεινου Πόντου, χάθηκαν, καθώς το πλοίο βυθίστηκε στο πέλαγο ανάμεσα στην Κρήτη και τη Σαντορίνη. Μια από τη παλιότερες συλλογές του Βεντούρα έφερε τον τίτλο Τάναις, το όνομα αυτού του καραβιού.

Όταν ο αγαπητός φίλος Ιωσήφ Βεντούρας μου εμπιστεύθηκε την ανάγνωση ενός νέου του ποιήματος, που μόλις είχε γράψει, πολύ πριν τυπωθεί, που θα έφερε τον τίτλο Κυκλώνιο, ομολογώ ότι άρχισα την ανάγνωση με πολύ φόβο. Και θα σας εξηγήσω με λίγα λόγια γιατί: Η λέξη  Κυκλώνιο, zyklon B, ήταν το δηλητήριο που χρησιμοποίησαν οι ναζί για την εξόντωση των θυμάτων τους στα στρατόπεδα εξόντωσης. Θα ήταν, λοιπόν, ένα ποίημα για το Άουσβιτς; Όμως τι θα μπορούσε να είναι ένα ποίημα για το Άουσβιτς;

Θυμόμουν πάντα όλη εκείνη την παλιά πλέον συζήτηση  των φιλοσόφων της σχολής της Φρανκφούρτης, ότι δεν μπορεί να υπάρξει ποίηση μετά το Άουσβιτς, ότι δεν μπορείς να γράψεις για την υπέρτατη φρίκη, την απόλυτη έκπτωση του δυτικοευρωπαϊκού πολιτισμού, ή αλλιώς γι’ αυτό που ορθά ονόμασαν ανείπωτο, μη-περιγράψιμο, αυτό που κανείς δεν μπορεί να το χωρέσει σε λέξεις. Πολύ απλά διότι η ποίηση, στην παράδοση αυτού του πολιτισμού, θεωρείται ως η υψηλότερη τέχνη, που διαφοροποιεί και εξυψώνει τον λόγο και την καθημερινή λαλιά, εξιδανικεύοντας ό, τι αυτή εκφωνεί, ό, τι έχει σχέση με τη ζωή και τον θάνατο, άρα, με άλλα λόγια, δίνει μια αισθητική διάσταση στη φρίκη.

Τι θα μπορούσε λοιπόν να είναι ένα ποίημα με τον συμβολικό τίτλο Κυκλώνιο; Ο τίτλος μας παραπέμπει ευθέως σε εικόνες που έχουμε δει στα κινηματογραφικά ντοκυμαντέρ από τα στρατόπεδα: μαστίγια, σκυλιά που ουρλιάζουν, άνθρωποι σιωπηλοί,  που περιφέρονται σαν φαντάσματα, και μετά, εκείνος ο στρατιώτης που πλησιάζει το άνοιγμα ενός φεγγίτη, κρατά ένα κουτί γεμάτο με την χημική αυτή ουσία, το κυκλώνιο. Ακολουθεί η σιωπή, η άγνοιά μας ―κανείς δεν βγήκε ζωντανός από εκεί μέσα για να μας πει τι έγινε― κι η φαντασία που ακούει οιμωγές, κραυγές, ρόγχους επιθανάτιους,

Θα μπορούσε κανείς να απαντήσει ότι μια ποίηση για το Άουσβιτς στην καλύτερη περίπτωση θα αποσκοπούσε σε ένα αισθητικό αποτέλεσμα που να συντηρεί τη μνήμη, να κορυφώνει το δέος, να ενώνει τον ποιητή και τον αναγνώστη σε μια κοινή εκδήλωση πένθους, όπως την επιβάλλει ο ανθρωπιστικός μας πολιτισμός, που διαθέτει μάλιστα ένα ειδικό ποιητικό είδος γι’ αυτές τις περιπτώσεις, την ελεγεία.

Και πράγματι, γράφτηκαν τέτοια ποιήματα για το Άουσβιτς. Παντού στις χώρες της Ευρώπης βρέθηκαν άνθρωποι που θέλησαν να αποτυπώσουν σε λέξεις το μεγαλύτερο έγκλημα του 20ού αιώνα. Και στην Ελλάδα ο Ντίνος Χριστιανόπουλος συγκέντρωσε σε ένα μικρό βιβλιαράκι ποιήματα Θεσσαλονικιών ποιητών για την καταστροφή των Εβραίων της Θεσσαλονίκης που οδηγήθηκαν στο Άουσβιτς, με τον χαρακτηριστικό τίτλο Οι προγραμματισμένοι στο χαμό. Το βιβλίο αυτό ο Χριστιανόπουλος το εξέδωσε το 1990, δηλαδή πριν από 20 χρόνια, ιδίοις αναλώμασι, από τον προσωπικό, κυριολεκτικά «χειροποίητο»  εκδοτικό οίκο του «Διαγώνιος».

Ο Χριστιανόπουλος, που είδε σαν παιδί, το 1943, από τα πεζοδρόμια της Εγνατίας, την ατέλειωτη φάλαγγα των Εβραίων που βάδιζαν εξουθενωμένοι  για το σταθμό, γράφει στην εισαγωγή ότι διάβασε εκατοντάδες ποιήματα για πόθους, λουλούδια και ηλιοβασιλέματα, μα δε βρήκε «παρά μόνο ψίχουλα  για την καταστροφή τω Εβραίων». Και συνεχίζει: «Πόσοι άραγε από κείνους που στέκονταν τότε στο πεζοδρόμιο είχαν κρύψει και είχαν σώσει, με κίνδυνο της ζωής τους, Εβραίους; Αλλά και πόσοι από κείνους δεν είχαν αρπάξει ανάλγητα εβραϊκές περιουσίες και δεν είχαν αδειάσει εβραϊκά μαγαζιά; Ανάμεσα σ’ αυτούς και σ’ εκείνους στέκαμε όλοι εμείς οι άλλοι με την παθητική θλίψη, βουβοί θεατές μιας απάνθρωπης τραγωδίας, εμείς που δεν είχαμε κάνει απολύτως τίποτε για τους συνανθρώπους μας».

Τα ποιήματα που βρήκε ο Χριστιανόπουλος ήσαν, όπως λέει, λιγοστά ―δυο ντουζίνες― κι ανάμεσά τους ελάχιστα ήσαν τα καλά, όπως δυο του Γιώργου Ιωάννου από τη συλλογή Ηλιοτρόπια, δυο της Ζωής Καρέλλη, δυο της αλησμόνητης Νίνας Κοκκαλίδου Ναχμία, ένα του Τάκη Βαρβιτισώτη, ένα του Βαφόπουλου, και ακόμη ένα του ίδιου του Χριστιανόπουλου.

Τα ποιήματα που ανθολογεί ο Χριστιανόπουλος, γραμμένα από μη-Εβραίους, είναι ακριβώς από εκείνα τα «αισθαντικά», που καλλιεργούν το πένθος και τη μνήμη για τους χαμένους Εβραίους. Είναι ποιήματα με προφανείς συμβολισμούς για τα «τραίνα» και τον «καπνό», με νοσταλγία για τα κορίτσια που κάποτε αναγκάστηκαν να φορέσουν ένα άστρο και, καμιά φορά, χρησιμοποιούν λόγια πομπώδη, πολυχρησιμοποιημένα και γι’ αυτό άσφαιρα, για την τραγική τύχη του «πανάρχαιου λαού του Ισραήλ». Στην καλύτερη περίπτωση, είναι «ποιήματα μουσκεμένα σε μια βαθειά ανθρωπιά», όπως αυτά του Ιωάννου για τον χαμένο παιδικό του φίλο. Βεβαίως δεν περιμένει κανείς από ποιήματα να εκφράσουν την ιδιαιτερότητα μιας φυλετικής γενοκτονίας, μη συγκρίσιμης με άλλες εμπόλεμες καταστάσεις, αφού οι ναζί διώκτες διώκουν τον διωκόμενο Εβραίο παντού, πέρα από το έδαφος μιας πολεμικής σύγκρουσης, πέρα από το χώρο μιας ομαδικής εκτέλεσης για αντίποινα, και τον αναζητούν σε ληξιαρχεία και μητρώα, ανεξαρτήτως ηλικίας και σωματικής κατάστασης.

Ναί, γράφτηκαν συγκινητικά ποιήματα, σε μοντέρνα γραφή, σε ελεύθερο στίχο, με συνηχήσεις, παρηχήσεις, αποσπασματικότητα, και το λοιπό οπλοστάσιο της μοντέρνας ποιητικής τέχνης, αφού το Ολοκαύτωμα συμπίπτει, διόλου τυχαία άλλωστε, με την άνθηση της μοντέρνας ποίησης, σαν φαινόμενο κι αυτό της νεοτερικότητας, όπως υποστήριξε ο διάσημος κοινωνιολόγος Ζύγκμουντ Μπάουμαν στο κλασικό έργο του Νεοτερικότητα και Ολοκαύτωμα (1989). Στα ποιήματα αυτά είναι συχνά εμφανής η προσπάθεια, μέσα από θραύσματα λέξεων και άναρθρες συλλαβές, να ακουστεί ο λόγος σαν κραυγή, και η αποσπασματικότητα να υποβάλει τα όρια της οδύνης,  σε μια προσπάθεια να ταιριάξει η μορφή με το περιεχόμενο. Ποιο περιεχόμενο, όμως, φίλοι μου, όταν το περιεχόμενο είναι ένα κουτί με «κυκλώνιο»;

Για τους παραπάνω λόγους θεωρώ ότι για το Ολοκαύτωμα στην ποίηση μπορεί κανείς να γράψει μόνο υπαινικτικά, μόνο μέσα από την δική του απόλυτη ταύτιση με τους δολοφονημένους, και όχι περιστασιακά, σε ποιήματα «θεματικής». Ένα τέτοιο ποίημα –που δεν ανθολογεί ο Χριστιανόπουλος―, έγραψε ένας αγαπημένος μου Καβαλιώτης ποιητής, ο Πρόδρομος Μάρκογλου, στη συλλογή Έγκλειστοι (1962). Και βέβαια πρέπει να αναφέρω τους στίχους του ποιητή Μανόλη Αναγνωστάκη στο ποίημα «Αντί να φωνασκώ… ». 

Το Κυκλώνιο του Ιωσήφ Βεντούρα έχει οπωσδήποτε, ως προς τη μορφή, πολλά από τα στοιχεία των ποιημάτων «θεματικής», που περιέγραψα παραπάνω, και που χρησιμοποίησαν και άλλοι. Ίσως το εγχείρημά του διαφοροποιείται επειδή το ποίημα, καθώς ξεδιπλώνεται σε μικρές ενότητες, συναντά τις δυο πιο κλασικές μορφές της ελληνικής και της εβραϊκής ποίησης, της «νέκυιας», της καθόδου στον Άδη που ξεκινά από τον Όμηρο και κορυφώνεται στον Δάντη, και του «καντίς», της εβραϊκής επιμνημόσυνης προσευχής. Σε τούτη τη διπλή μορφή ξανοίγεται το ταξίδι του Γιοσέφ Μπέν Μαλκά, «εξόριστου της θάλασσας στις εσχατιές της μνήμης και του θανάτου»: Ο αφηγητής, μια λυρική περσόνα, θα συναντήσει τους νεκρούς του, τα πρόσωπα της οικογένειάς του, τους παιδικούς του φίλους, κι ακόμη πρόσωπα υπαρκτά που επέζησαν και κατέθεσαν τις μαρτυρίες τους. Όμως, ακούμε ακόμη και φωνές άλλων ποιητών, του Πάουλ Τσέλαν, της Νέλυς Ζαχς, και κυρίως των Εβραίων ποιητών του Μεσαίωνα,  τους οποίους μετέφρασε με θαυμαστή προσπάθεια πριν από λίγα χρόνια  ο Ιωσήφ Βεντούρας.

Ωστόσο, γυρεύοντας να βρω ταιριαστή «κειμενική» συντροφιά για το Κυκλώνιο του Ιωσήφ Βεντούρα, αισθάνθηκα ότι δεν αρκούσε να το βάλω μόνο πλάι σε αυτές τις «ποιητικές» φωνές. Για την αποψινή βραδιά, εδώ στη Θεσσαλονίκη, ήθελα ένα κείμενο γραμμένο από κάποιον Θεσσαλονικιό, σαν χαιρετισμό στον ποιητή που ήρθε στην πόλη αυτή για να παρουσιάσει το βιβλίο του. Και θυμήθηκα ότι, σε μια γειτονική αίθουσα της παλιάς κοινότητας, πριν από είκοσι δυο χρόνια, ο τότε πρόεδρος, χάρη στη μεσολάβηση της πολύτιμης φίλης μου Ερικας Κούνιο Αμαρίλιο, μου εμπιστεύθηκε την έκδοση ενός ανέκδοτου χειρογράφου, του Θεσσαλονικιού Μαρσέλ Νατζαρή, που ήταν έγκλειστος στο Άουσβιτς και τοποθετημένος στο Ζόντερκομμαντο. Όσο ήταν στο στρατόπεδο ο Νατζαρή έθαψε ένα χειρόγραφο στον περίβολο των κρεματορίων, μέσα σε μπουκάλι, όπως κάναν κι άλλοι κρατούμενοι, μήνυμα για έναν χριστιανό φίλο του, αφού όλοι οι δικοί του ήσαν προγραμμένοι ή είχαν ήδη δολοφονηθεί, κι ήταν κι ο ίδιος βέβαιος για τον θάνατό του. Κι εκεί, σ’ αυτό το χειρόγραφο, που μετά τον πόλεμο η πολωνική πρεσβεία φρόντισε να φτάσει στον ελληνικό προορισμό του, ο Νατζαρή καταγγέλλει το απίστευτο έγκλημα που συνέβαινε στο στρατόπεδο, αλλά επίσης τελειώνει τις λιγοστές σελίδες, με μια παράδοξη παράκληση, για τις συνθήκες εκείνες: 

«Το πιάνο της Νέλλης μου, Μήτσο, να το δώσεις στον Ηλία για να τη θυμάται, που την αγαπούσε τόσο πολύ.»

Λοιπόν, κάτω από αυτές τις συνθήκες, ο Νατζαρή σκέφτηκε το πιάνο, τη μουσική, την παραμυθία της Τέχνης;

Όμως ο Νατζαρή συνεχίζει: «Κάθε μέρα σκεπτόμαστε αν υπάρχει θεός, και παρ’ όλα αυτά πιστεύω ότι υπάρχει, και ό,τι ο θεός θέλει ας γίνει το θέλημά του.»

Κι εδώ ακριβώς η επιστολή του μελλοθάνατου Νατζαρή, συναντιέται με τους στίχους του Κυκλώνιου, που σας διαβάζω:

Έλα να πούμε το Σεμά
ακροβατεί ο Θεός και δεν μας βλέπει
Αδονάι Ελοένου
…..
Μιλούσε η καρδιά
Κι άλλος ρωτούσε……

Θ’ άπλωνε το χέρι του;

Προσεύχονταν

Ας μεγαλυνθεί και ας αγιαστεί το μέγα όνομα Του…
……
Στο λευκό απλωνόταν
ο απομακρύνων την ημέρα
ο που απλωνόταν σαν πορφύρα
Το χέρι του
Με το σινιάλο του καπνού
με την οσμή του σύννεφου

Αυτοί οι στίχοι μου θύμισαν τον χριστιανό ψαλμωδό: «Ο περιβάλλων τον ουρανόν εν νεφέλαις»

Και ακολουθεί το ερώτημα του ποιητή, ή της λυρικής περσόνας που κατασκευάζει ο ποιητής. Το ερώτημα αυτό απηχεί την απανταχού «λαϊκή» φωνή των βασανισμένων και κατατρεγμένων, σε μια ρητορική πρακτική κοινή σε όλη τη ρομαντική και μεταρομαντική ποίηση:

«Κύριε
πώς»

Στο Κυκλώνιο, ο Ιωσήφ Βεντούρας συνομιλεί με μια παράδοση που ξεκινά από τη Βίβλο,  περνά από τον δικό μας Ρωμανό τον Μελωδό, που λέγεται ότι ήταν εβραϊκής καταγωγής, και συνεχίζεται μέχρι σήμερα: Είναι η παράδοση του μυστικισμού, του μεσσιανισμού, της καμπαλά, αλλά όχι μόνο. Τον απόηχο αυτής της παράδοσης τον ακούμε σήμερα παντού, όπου υπάρχουν άνθρωποι φοβισμένοι, τρομαγμένοι, μπροστά σε κάτι που δεν ξέρουμε πως να το ονομάσουμε: Τέλος ή Θεό;

Ο Βεντούρας, μεταφραστής των Εβραίων ποιητών του Μεσαίωνα, παρατηρεί, προλογίζοντας την εξαιρετική του μετάφραση,  ότι ακόμη και τα κοσμικά τους ποιήματα έχουν σχέση με τη θρησκευτική πίστη και τα βιβλικά κείμενα, διότι, όπως γράφει, «πάντα στην ψυχή του Εβραίου ποιητή, είτε αυτός τραγουδά τον έρωτα είτε θρηνεί τον θάνατο, είτε στοχάζεται τον κόσμο, διεξάγεται η πάλη του με τον θεό μέσα από έναν αέναο διάλογο πίστης και ενοχής, αγάπης και φόβου…. Αυτός ο Θεός, ο μη κατονομαζόμενος,… που ενυπάρχει στον άνθρωπο, ταυτόχρονα αρσενικός και θηλυκός, εμπεριέχει τον έρωτα και εξασφαλίζει την αξεπέραστη ενότητα των δυο φύσεων στο Ένα…  κι αυτός συνοδεύει τον Εβραίο στον κατατρεγμό του.»

Κι εδώ ακριβώς παρατηρούμε εμείς τη μεγάλη αντίφαση ανάμεσα σε ένα φιλεύσπλαχνο δημιουργό και σε έναν κόσμο βυθισμένο στο κακό και τη διαφθορά, που ξεπερνά τα όρια μιας θρησκείας ή των θρησκειών, αν δεχτούμε ότι τον θεό τον φέρουμε μέσα μας, με τη βούλησή μας. Οι Θεοί του ελληνικού δωδεκάθεου ήσαν τουλάχιστον κατ’ εικόνα και ομοίωση του ανθρώπου, και όχι αντίστροφα: επιθυμούσαν, διεκδικούσαν, ζήλευαν και μισούσαν. Και μας επέτρεπαν να τους συγχωρούμε.

Για όλους αυτούς τους λόγους οι στίχοι με τους οποίους κλείνει το Κυκλώνιο, συγκινητικοί ως προς το περιεχόμενο, και εύρυθμοι ως προς τη μορφή, μας δραστηριοποιούν αλλιώς τη σκέψη:

Κέρινα πρόσωπα ατενίζω στο ναδίρ
Στις μέρες μας η λάμψη ξεθωριάζει
Ψέλνω τους ύμνους σου Ελεάζαρ μπεν Κιλλίρ
Μας άφησες Θεέ και η ψυχή σπαράζει.

Ποιους άφησε ποιος Θεός, και ποια ψυχή σπαράζει;

Για να βρω μιαν άκρη, γυρνώ στο κείμενο του  Μαρσέλ Νατζαρή, που έλπιζε ακόμη στον Θεό, όταν έθαβε το σημείωμά του στον περίβολο του Άουσβιτς. Εντελώς συμπτωματικά ο ίδιος σώθηκε και επέζησε ―σ’ αυτό ίσως συνέβαλε και η αναταραχή στο στρατόπεδο που προκάλεσε η εξέγερση του Ε’ κρεματορίου, για την οποία δίνει πολλές και πολύτιμες πληροφορίες. Όταν ο Νατζαρή επέστρεψε στη Θεσσαλονίκη, τον στράτευσαν για να πολεμήσει με τον εθνικό στρατό. Αμέσως μετά έφυγε για τη Νέα Υόρκη όπου πέθανε νεότατος από καρδιά. Στο μεταξύ πρόφτασε να γράψει ένα κανονικό μνημόνιο για τη «θητεία» του στα ναζιστικά στρατόπεδα εξόντωσης, και στα Ζοντερκομάντο ―αυτό που επιμελήθηκα για την έκδοση του Ετς Αχαϊμ, Ιδρύματος της Ισραηλιτικής Κοινότητας Θεσσαλονίκης,  όταν πια ο Μαρσέλ είχε πεθάνει στη Νέα Υόρκη. Η έκδοση του Ετς Αχαϊμ ήταν ιδιωτική, εκτός εμπορίου, και δεν νομίζω ότι το βιβλιαράκι αυτό έφτασε ποτέ έξω από τον κύκλο των άμεσα ενδιαφερόμενων, δηλαδή των επιζώντων και των οικογενειών τους. Τότε κανένας εκδότης εν Ελλάδι, ειδικά Αθηναίος, ακόμη και φίλοι, και συνεργάτες, δεν έβγαζε βιβλία «για Εβραίους». Μιλώ για το 1990. Μόνο ο Χριστιανόπουλος, στα δικά του «χειροποίητα» βιβλία, είχε εκδώσει τη μαρτυρία του Λεόν Περαχιά, και το βιβλιαράκι με τα ποιήματα που προανέφερα.

Η λυρική περσόνα στο Κυκλώνιο θρηνεί έναν Θεό που μας άφησε. Όμως, ευτυχώς, ο Ιωσήφ Βεντούρας βρήκε τουλάχιστον εκδότη. Τώρα τι έκανε, «εξωκειμενικά», ο βιβλικός ή ο χριστιανικός Θεός, και αν μας άφησε ή όχι, αυτό ειλικρινά δεν το γνωρίζω. Πάντως εγώ συνεχίζω να προσεύχομαι, με τον τρόπο του Μαρσέλ, που δεν συνάντησα ποτέ, και του Ιωσήφ, που είναι φίλος.

Αγαπητέ μου Ιωσήφ, δεν ξέρω αν σου βρήκα καλή συντροφιά γι’ απόψε. Όμως με τον Μαρσέλ θα κάνατε καλή παρέα. Λάτρευε τη θάλασσα, και πριν από τον πόλεμο ζωγράφιζε και ήταν ιστιοπλόος.
 

Η Φραγκίσκη Αμπατζοπούλου είναι καθηγήτρια νεοελληνικής φιλολογίας στη Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης

 

Copyright © Ιωσήφ Βεντούρας - Με την επιφύλαξη παντός νόμιμου δικαιώματος. | Developed by Hyper Center